- σταχυοφόρος
- και σταχυηφόρος, -ον, Ααυτός που φέρει, που παράγει στάχια.[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + -φόρος*. Το συνδετικό φωνήεν -η- τού τ. σταχυηφόρος οφείλεται σε μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
σπικάτα — τὰ, Α (ενν. χρίσματα) εντριβές με βαλσαμέλαιο από νάρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. spicatus «σταχυοφόρος»] … Dictionary of Greek
σταχυηφόρος — ον, Α βλ.σταχυοφόρος … Dictionary of Greek
σταχυοφορία — ἡ, Μ [σταχυοφόρος] η παραγωγή σταχιών … Dictionary of Greek
σταχυοφορώ — και σταχυηφορῶ, έω, ΜΑ [σταχυοφόρος] μσν. μτφ. (για τη Θεοτόκο) παράγω καλούς καρπούς, παράγω το στάχυ τής ζωής αρχ. (για φυτό) παράγω, σχηματίζω στάχια … Dictionary of Greek
ՀԱՍԿԱԲԵՐ — ( ) NBH 2 0053 Chronological Sequence: Unknown date ա. σταχυοφόρος, ουσα spicifer, ra. Որ բերէ հասկ (իրօք կամ նմանութեամբ). Տե՛ս եւ ՀԱՍԱԿԱԲԵՐ. *Ո՞չ այժմ հասկաբեր է, որ յառաջն ոչ յղանայր. Ոսկ. յաւետիս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)